κορδωμένος

κορδωμένος
koltukları kabarmış

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κορδώνω — κόρδωσα, κορδώθηκα, κορδωμένος 1. τεντώνω κάτι, τσιτώνω: Μην κορδώνεις πολύ το σκοινί, γιατί θα σπάσει. 2. το μέσ., κορδώνομαι υψώνω πολύ το κεφάλι, καμαρώνω, περηφανεύομαι: Περπατά κορδωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορδωτός — ή, ό [κορδώνω] 1. κορδωμένος, τεντωμένος 2. καμαρωτός. Επιρ. κορδωτά 1. με κορδωτό τρόπο, τεντωμένα 2. αγέρωχα, περήφανα …   Dictionary of Greek

  • κοτσώνω — (I) 1. εξογκώνομαι, φουσκώνω 2. επαίρομαι, κορδώνομαι, υπερηφανεύομαι, καμαρώνω 3. (συν. η μετχ. παθ. παρακμ.) κοτσωμένος, η, ο κορδωμένος, καμαρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτσάνι]. (II) κοτσώνω (Μ) πίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • κορδώνομαι — κορδώνομαι, κορδώθηκα, κορδωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κορδοπατώ — κορδοπάτησα, κορδοπατήθηκα, κορδοπατημένος, βαδίζω κορδωμένος, περπατώ θυμωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορδωτός, -ή — ό κορδωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”